ψυχοφυσική

ψυχοφυσική
Κλάδος της πειραματικής ψυχολογίας, που μελετά τις σχέσεις μεταξύ ψυχικής ζωής και φυσικού κόσμου και ιδιαίτερα μεταξύ αισθήματος και ερεθισμού. Ο όρος εισήχθη το 1860 από τον Γκούσταφ Τέοντορ Φέχνερ, τον ψυχολόγο που θεωρείται πατέρας της ψ. και ο οποίος, χρησιμοποιώντας τις μελέτες του Βέμπερ στο θέμα αυτό, κατέληξε στη διατύπωση, με μαθηματικούς τύπους, του νόμου μεταξύ φυσικών ερεθισμών και ψυχικών απαντήσεων. Κύριο θέμα μελέτης της ψ. είναι οι τιμές κατωφλίου. Στην περίπτωση που οι τιμές αυτές εκφράζουν την ελάχιστη ποσότητα που είναι αναγκαία για να γίνει αισθητός ο ερεθισμός, γίνεται λόγος περί απόλυτου κατωφλίου (ή ουδού) του αισθήματος· π.χ. για το ορατό φάσμα το κατώτερο κατώφλιο βρίσκεται στο κόκκινο (μήκος κύματος 800 μικρά) και το ανώτερο στο ιώδες (μήκος κύματος 400 μικρά). Μολονότι ο τύπος αυτός κατωφλίου μετρήθηκε, σε ό,τι αφορά τα αισθήματα βάρους, ήχου, φωτός κλπ., σχετικά με την ένταση, τη διάρκεια και τη διάστασή τους, παρουσιάζονται σημαντικές διαφορές από υποκείμενο σε υποκείμενο ως προς την ποσότητα των μεταβλητών που παρεμβάλλονται στη διαδικασία αίσθημα - ερεθισμός. Ως διαφορικό κατώφλιο νοείται αντίθετα η ελάχιστη διαφορά έντασης μεταξύ δύο ερεθισμών του ίδιου τύπου, που χρειάζονται στο υποκείμενο για να διακρίνει ότι είναι διαφορετικοί. Αν π.χ. κρατάμε δύο ίσα βάρη, το ένα με το δεξί και το άλλο με το αριστερό χέρι, και αυξήσουμε το ένα από τα δύο κατά ελάχιστη ποσότητα, διακρίνουμε τη διαφορά μόνο αφού αυτή ξεπεράσει ένα ορισμένο βάρος, που είναι τόσο μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερο είναι το αρχικό βάρος. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των αξιών του κατωφλίου είναι ουσιαστικά ποσοτικές και μεταχειρίζονται τη στατιστική επεξεργασία (μέθοδος του μέσου λάθους, μέθοδος των αληθών και ψευδών περιπτώσεων).
* * *
η, Ν
η μελέτη τών ποσοτικών σχέσεων μεταξύ τών ψυχικών και τών φυσικών φαινομένων με τη μέθοδο τής παρατήρησης και τού πειράματος και, ειδικότερα, μεταξύ τών αισθήσεων και αισθημάτων, αφ' ενός, και τών ερεθισμάτων που τά προκαλούν αφ' ετέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychophysics (< ψυχή + φυσική). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • περίπνευμα — Όρος που χρησιμοποιείται από την απόκρυφη και θεοσοφική φιλολογία, για να δηλώσει μια υποτιθέμενη ψυχοφυσική πραγματικότητα, νοούμενη ως τρίτο συστατικό –παράλληλα με το πνεύμα ή ψυχή και το σώμα– της ανθρώπινης τονικότητας. Αντί του π.… …   Dictionary of Greek

  • τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχομετρία — Κλάδος της ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων. Η επιστήμη αυτή, που διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Κ. Βολφ στις αρχές του 18ου αι., μόνο σε νεότερη εποχή βρήκε την πρακτική εφαρμογή της… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοφυσικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ψυχικές δυνάμεις τού ανθρώπου σε συνδυασμό με τα φυσικά φαινόμενα 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχοφυσική 3. φρ. «ψυχοφυσικός νόμος τών Βέμπερ και Φέχνερ» νόμος που συνδέει την ένταση ενός υποκειμενικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”